- προσκιθαρίζω
- προσκῐθᾰρίζω, [dialect] Dor. [pref] ποτι-,A accompany on the lyre, SIG711 L 19 (Delph., ii B.C.), prob. in Limen. tit.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσκιθαρίζω — Α συνοδεύω με κιθάρα, ακομπανιάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κιθαρίζω «παίζω κιθάρα»] … Dictionary of Greek
ποτικιθαρίζω — Α (δωρ. τ.) προσκιθαρίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κιθαρίζω] … Dictionary of Greek